αμάγευτος

αμάγευτος
-η, -ο (Μ ἀμάγευτος, -ον) [μαγεύω]
αυτός που δεν μαγεύθηκε ή δεν μπορεί να μαγευθεί, αυτός που δεν τόν πιάνουν μάγια
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γοητευθεί ή δεν μπορεί να γοητευθεί, ο αγοήτευτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αμάγευτος — η, ο αυτός που δεν επηρεάζεται από τα μάγια, που δε γοητεύεται: Έμεινε αμάγευτος από τη γοητεία της …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαγγάνευτος — η, ο [μαγγανεύω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί μαγγανεία, μάγια 2. αυτός που δεν επιδέχεται μαγγανείες, ο αμάγευτος 3. ο αμαγγάνιστος* …   Dictionary of Greek

  • αμαγγάνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει πιεστεί, συνθλιβεί με μάγγανο, που δεν υπέστη κατεργασία με μάγγανο (συσφιγκτήρα ή πιεστήριο), απρεσάριστος 2. (για υφάσματα) αυτός που δεν τεντώθηκε στο μάγγανο υφαντουργίας (τελάρο) 3. αμαγγάνευτος, αμάγευτος. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • αμαγγάνευτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν επηρεάζεται από μαγγανείες, αμάγευτος: Τις μαγγανείες και τα τέτοια τ αψηφούσε· ήταν άνθρωπος αμαγγάνευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”